- αναμορμύρω
- ἀναμορμύρω (Α)(για τη Χάρυβδη) κάνω δυνατό θόρυβο, πάταγο, αναβράζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + μορμύρω (για ποταμό) «ρέω αφρίζοντας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναμορμύρει — ἀναμορμύ̱ρει , ἀναμορμύρω roar loudly aor subj act 3rd sg (epic) ἀναμορμύ̱ρει , ἀναμορμύρω roar loudly pres ind mp 2nd sg ἀναμορμύ̱ρει , ἀναμορμύρω roar loudly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμορμύρειν — ἀναμορμύ̱ρειν , ἀναμορμύρω roar loudly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμορμύρεσκε — ἀναμορμύ̱ρεσκε , ἀναμορμύρω roar loudly imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμορμύρεσκεν — ἀναμορμύ̱ρεσκεν , ἀναμορμύρω roar loudly imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμορμύρων — ἀναμορμύ̱ρων , ἀναμορμύρω roar loudly pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)